«Καλός δάσκαλος

είναι αυτός που δεν παύει ποτέ να είναι μαθητής»

Αν κάποιος ηθοποιός έχει γεννηθεί το 1949 και το 1956 παίζει ήδη πλήρεις ρόλους στον κινηματογράφο, στο εξωτερικό ίσως να πρέπει να ψάξεις ανάμεσα σε αρκετά ονόματα για να τον εντοπίσεις. Στην Ελλάδα έχεις ένα όνομα που θα σκεφτείς.

Ο ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας -κι όχι μόνο αυτά- Γιάννης Καλατζόπουλος μιλά για την ετικέτα «παιδί-θαύμα» που του απονεμήθηκε πολύ νωρίς αλλά και τα πιο ουσιαστικά, μικρά και μεγάλα, θαύματα της καλλιτεχνικής του διαδρομής και της ψυχής του. Συνέντευξη-πραγματική κατάθεση ουσίας στη Μάρθα Μαυρίδου και το elniplex.

Φώτα…πάμε!

Ας ξεκινήσουμε απ’ τα παλιά… Πώς είναι να είναι κάποιος παιδί θαύμα; Πώς το βιώνατε αυτό σαν παιδί;

32344_1348888374765_5584784_nΠρώτ’ απ’ όλα να πω πως το να είσαι παιδί, από μόνο του είναι ένα θαύμα. Εδώ που τα λέμε, το να υπάρχεις είναι ένα θαύμα, αν σκεφτούμε πως η ύπαρξή μας στη ζωή είναι μια πολύ τυχερή συγκυρία. Η ζωή είναι ένα θαύμα. Αυτόν τον χαρακτηρισμό μου τον είχανε δώσει γιατί έπρεπε να είμαι κι εγώ ένα μέρος του star system εκείνης της εποχής που ήθελε τα παιδιά θαύματα. Πριν από μένα ήταν ο Νίκος Πιλάβιος, μετά από μένα ο Βασιλάκης Καΐλας και άλλοι. Εγώ δεν θεωρώ πως ήμουνα παιδί θαύμα. Θεωρώ πως ήμουνα ένα παιδί με κάποια κλίση προς το να εκφράζομαι. Την έννοια της εκφραστικότητας την είχα πάρει από τους γονείς μου που δεν ήτανε άνθρωποι της τέχνης αλλά τους άρεσε η τέχνη. Στο σπίτι που μεγαλώναμε, με Κεφαλλονίτισσα μάνα, πατέρα ψάλτη και ερασιτέχνη σε χορωδίες κι εγώ και η αδερφή μου είχαμε από πολύ μικροί ένα περιβάλλον που μας ευνόησε. Πάλι τυχαία βρέθηκα να ασχολούμαι. Αυτό που ίσως ξεχωρίζει τη δική μου περίπτωση είναι πως δεν μας έσπρωξαν οι γονείς μας, απλώς έτυχε και δεν μας εμπόδισαν. Πάντα ήταν από πάνω και το πρόσεχαν. Θυμάμαι πως πολλές φορές κι εγώ και οι γονείς μου σκεφτήκαμε μήπως να σταματήσω, μήπως κάνει κακό στην ψυχολογική μου ανάπτυξη, στο σχολείο αλλά βλέποντας πως μπορώ να τα συνδυάζω, πήγαινα καλά στο σχολείο και δεν καβάλησα ευτυχώς κανένα καλάμι, συνέχισα. Πρέπει να πω βέβαια πως κινδύνευσα. Ήταν μια εποχή που δεν μπορούσα να περπατήσω στο δρόμο. Τότε δεν υπήρχε τηλεόραση αλλά με ξέρανε από τις ταινίες που έπαιζα και όλος ο κόσμος πήγαινε στον κινηματογράφο ή και απ’ το θέατρο, που ναι μεν ξεκίνησα από το θέατρο για παιδιά αλλά πολύ γρήγορα σε πολύ μικρή ηλικία έπαιξα στο θέατρο των ενηλίκων και με πολύ καλούς δασκάλους. Σε ηλικία δέκα χρονών έπαιξα με τον Μινωτή, την επόμενη χρονιά στο θέατρο τέχνης με δάσκαλο τον Κουν. Μπήκα δηλαδή στην καλή πλευρά του επαγγέλματος κι αυτό βοήθησε στο να μην πάρουν τα μυαλά μου αέρα.

Θέλω να πω εδώ πως αν είμαι ό,τι είμαι, το χρωστάω σε μια φράση που μου είπε κάποτε ο Βασίλης Διαμαντόπουλος στον οποίο οφείλω κυρίως την συνειδητή απόφαση να ασχοληθώ με το θέατρο. Με φώναξε λοιπόν κάποτε όταν ήμουνα παιδί θαύμα κι έπαιζα στον Γαλιλαίο του Μπρέχτ και με φώναξε στην πρόβα ιδιαιτέρως και με ρώτησε: «Να σου πω Γιαννάκη, τι θέλεις να γίνεις ηθοποιός ή σταρ.» 387395_282447025122543_1143180734_nΕγώ ήμουν μικρός τότε, του απάντησα: «δεν καταλαβαίνω ακριβώς τη διαφορά, θέλετε να μου εξηγήσετε;» Μου εξήγησε: «ο σταρ είναι κατοστάρης, ο ηθοποιός είναι μαραθωνοδρόμος. Και πρέπει να το σκεφτείς αυτό καλά γιατί έχεις ταλέντο, αλλά μπορεί να το κάψεις το ταλέντο σου αν τη δεις αυτή την υπόθεση σαν αγώνα ταχύτητας». Ενώ η δουλειά του ηθοποιού, είναι μια δουλειά που πρέπει να τη δεις σε βάθος χρόνου, θέλει να αντέχεις, να μην τα κάνεις όλα γρήγορα, να έρχονται στην ώρα τους τα πράγματα, να μελετάς, και μάλιστα είναι ο άνθρωπος που μ’ έβαλε στη διαδικασία να πάω στη σχολή, παρ’ όλο που δεν το είχα ανάγκη με την έννοια πως πέρα από τους δασκάλους που είχα όταν έπαιζα, όλοι οι θιασάρχες ήταν άνθρωποι που θα μ’ έπαιρναν στη δουλειά τους γιατί με ήξεραν από παιδί κλπ. Αλλά ο Διαμαντόπουλος είπε όχι, θα πας στη σχολή, γιατί ήθελε να με βάλει στη σωστή πορεία. Και του το χρωστάω, κι από τότε κάνω κι εγώ το διαχωρισμό και το λέω στους νεότερους.

Πώς μπορείς να παρεκκλίνεις όταν αυτό είναι το κίνητρο;

Οι πειρασμοί πάντα υπήρχαν κι ακόμα υπάρχουν και πάντα θα υπάρχουν γιατί ζούμε σε μια ανταγωνιστική κοινωνία και τα τελευταία χρόνια η κατάσταση έχει επιδεινωθεί πολύ. Το σημαντικό είναι να μπορείς να βάλεις κάποια όρια. Δεν μπορεί κανείς να κάνει τον θεό ή τον άγιο. Όλοι μας έχουμε κάνει στη ζωή μας και υποχωρήσεις και συμβιβασμούς. Για να υπάρξεις σε μια κοινωνία τόσο πολύπλοκη δεν μπορείς να είσαι με τον σταυρό στο χέρι και είναι ανειλικρινές να πω πως κι εγώ έκανα πάντα ό,τι ήθελα. Τουλάχιστον όμως βάζεις κάποια όρια, κάποιες γραμμές πίσω από τις οποίες δεν θέλεις να πας.

Αν δεν είχαν συμβεί όλα τα τυχαία και δεν σας είχαν ανακαλύψει, θα ασχολούσασταν με το ίδιο πράγμα ή ενδεχομένως να ήσασταν τραπεζικός υπάλληλος;

398203_430595210327211_1176550822_nΌχι, τραπεζικός υπάλληλος δεν θα ήμουνα ποτέ. Υπάλληλος γενικά δεν θα μπορούσα να είμαι απ’ ό,τι καταλαβαίνω τώρα. Μάλλον όμως δεν θα ήμουν και ηθοποιός, θα ήμουν μάλλον μουσικός. Δεν μπορώ να σου κρύψω ότι η μεγάλη μου αγάπη απ’ όλες τις τέχνες είναι η μουσική. Μ’ αρέσει πολύ ν’ ακούω μουσική, ασχολούμαι ερασιτεχνικά, παίζω διάφορα όργανα, αλλά πολύ ερασιτεχνικά διότι δεν έχω σπουδάσει. Αν όμως δεν είχα πάρει αυτόν τον τυχαίο δρόμο του θεάτρου και κάποια στιγμή είχα αποφασίσει μόνος μου όπως όλοι οι άνθρωποι τι θέλω να κάνω, ίσως να είχα πάει στο ωδείο να γίνω μουσικός. Κι αυτό είναι κάτι που το έχω λίγο παράπονο ότι δεν το έκανα.

Είναι λίγο απωθημένο…

Είναι λίγο απωθημένο, ναι. Όταν μου δίνεται η ευκαιρία στο θέατρο ή να τραγουδήσω ή να παίξω κάποιο όργανο- καμιά φορά φτιάχνω και κάποιες μουσικούλες- είναι η καλύτερή μου.

Το θέατρο άλλωστε είναι μια τέχνη που τις έχει όλες. Εσείς από μικρός ήσασταν στον κινηματογράφο και στο θέατρο. Οι διαφορές ανάμεσα στις δυο αυτές τέχνες «γράφανε» μέσα σας;

Πάρα πολύ. Το πρώτο πράγμα που μου έκανε φοβερή εντύπωση, ήταν ότι στον κινηματογράφο, επειδή έχει να κάνει κυρίως με την τεχνική, δεν γυρίζαμε τα σενάρια από την αρχή μέχρι το τέλος. Μπορούσαμε δηλαδή για τεχνικούς λόγους, επειδή είχαμε το στούντιο, να γυρίσουμε την τελευταία σκηνή, να βγούμε έξω για τα εξωτερικά γυρίσματα κλπ. Αυτό δεν σου δίνει τη δυνατότητα να έχεις μια συνέχεια στην ανάπτυξη του χαρακτήρα και του ρόλου, όπως συμβαίνει στο θέατρο. Γεγονός βέβαια που είναι και πολύ ωραίο συγχρόνως γιατί είναι μια πολύ ωραία άσκηση για τον ηθοποιό να μπορεί στη διάρκεια των γυρισμάτων να παίζει τον χαρακτήρα όπως θα είναι στο τέλος, αυτοσχεδιάζοντας μέσα του, χωρίς να έχει ζήσει τα προηγούμενα. Ενώ το θέατρο είναι άλλο πράγμα, παίρνεις από την αρχή το έργο, δουλεύεις και έχεις την εξέλιξη και του χαρακτήρα σου, αλλά και της ιστορίας ολόκληρης μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο. Αυτή ήταν η πρώτη διαφορά που εντόπισα. Βέβαια υπάρχουν κι άλλες πολλές διαφορές.

kalatzopoulosΑν μου λέγανε πες μια μόνο οδηγία προς νέους ηθοποιούς, είσαι υποχρεωμένος, αλλιώς θα σε τουφεκίσουμε, αυτό που θα έλεγα είναι να ακούς τον άλλον, να μην παίζεις μόνος σου, να παίζεις κυρίως με τον άλλον. Ακόμα κι όταν είναι μονόλογος, κάνεις ένα διάλογο με τον εαυτό σου και ένα διάλογο με το κοινό. Είναι σημαντικό να μην παίζει κάθε ηθοποιός μόνος του, όπως και στη ζωή, πρέπει να υπάρχει αλληλεπίδραση και επικοινωνία. Αλλιώς το θέατρο είναι ψέμα, και φαίνεται. Στον κινηματογράφο, όχι μόνο δεν πειράζει όταν συμβαίνει αυτό, αλλά πολλές φορές πρέπει να συμβαίνει, γιατί στον κινηματογράφο έχεις την μηχανή μπροστά σου, σου κάνει ένα κοντινό πλάνο κι εσύ υποτίθεται πως μιλάς με κάποιον που δεν είναι καν εκεί. Αντ’ αυτού είναι ένας ηλεκτρολόγος κάποιος για να του απευθύνεις τον βλέμμα σου. Εκεί λοιπόν δεν έχεις να πάρεις από τον ηθοποιό. Κι αυτό νομίζω γίνεται γιατί στο σινεμά πρωταγωνιστής δεν είναι ο ηθοποιός αλλά ο σκηνοθέτης. Το που θα κοιτάξει ο θεατής το αποφασίζει αυτός στο μοντάζ. Κάτι που δεν συμβαίνει στο θέατρο βεβαίως. Τελείως διαφορετικά πράγματα.

Πόσο ενδιαφέρουσα τέχνη όμως και ο κινηματογράφος.

Πάρα πολύ. Αν όμως δει κανείς τις παλιές ταινίες προσεκτικά θα διαπιστώσει πως αυτές οι ταινίες δεν ήταν στην πραγματικότητα κινηματογραφικές αλλά θεατρικές. Οι ηθοποιοί αυτοί, ήταν εξαιρετικοί ηθοποιοί του θεάτρου Αυλονίτης Φωτόπουλος βασιλειάδου κλπ και οι σκηνοθέτες επίσης. Δεν είχαν κινηματογραφική εμπειρία. Έβαζαν την κάμερα και τραβούσαν. Σαν να βλέπεις θέατρο. Αργότερα είδαμε τις διαφορές και τώρα πια είναι μια ειδική δουλειά. Και δυστυχώς οι ηθοποιοί στις δραματικές σχολές δεν διδάσκονται αυτές τις διαφορετικές συνθήκες και μεθόδους που πρέπει να ξέρει ένας ηθοποιός για το θέατρο, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, το θέατρο για το ραδιόφωνο, που τώρα πια δεν υπάρχει. Όλα αυτά είναι διαφορετικές πλευρές της δουλειάς του ηθοποιού που οφείλει να τις ξέρει αλλά δεν τις ξέρει. Κι όπως είπε ο Σεφέρης, «στην Ελλάδα όλοι είμαστε τραγικά αυτοδίδακτοι».

Ο κινηματογράφος για παιδιά; Δεν αναφέρομαι στις ταινίες κινουμένων σχεδίων, αλλά στον «κανονικό» κινηματογράφο. Νομίζω μου λείπει.

Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ταινίες, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Θα αναφέρω τον «Ψύλλο» του Δημήτρη Σπύρου και θα αναφέρω επίσης πως ο άνθρωπος αυτός, εδώ και πολλά χρόνια διευθύνει στην Ολυμπία ένα παγκόσμιο φεστιβάλ παιδικού κινηματογράφου στο οποίο βλέπουμε εξαιρετικές ταινίες απ’ όλο τον κόσμο κι από χώρες που τις θεωρούμε λιγότερο πολιτισμένες κι ανεπτυγμένες από μας κι όμως το κράτος δίνει χρήματα για τον κινηματογράφο που απευθύνεται ειδικά στα παιδιά ή που έχει θεματολογία σχετική με τα παιδιά κάτι που στην Ελλάδα δεν συμβαίνει. Και είναι κρίμα γιατί ο κινηματογράφος για παιδιά εκτός του ότι αναφέρεται σε ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μας, γιατί τα παιδιά είναι το αύριό μας, είναι το μέλλον μας, εκπαιδεύει τα παιδιά να γίνουν καλοί θεατές του κινηματογράφου. Η τηλεόραση από την άλλη, που υποτίθεται πως καλύπτει αυτό το κενό, το κάνει μ’ έναν λάθος τρόπο μ’ αυτά τα παιδικά προγράμματα που είναι γεμάτα βία, που όλα γίνονται με μια ανεξήγητη ταχύτητα και που κουρδίζουν τα μυαλά των παιδιών για τη σύγχρονη ζωή που θέλει τους ανθρώπους ρομπότ. Βλέπω τα παιδιά του περιβάλλοντός μου ότι προετοιμάζονται για τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και στη επόμενη φάση για αυτά τα απαίσια διαδικτυακά παιχνίδια που βάζουν τα παιδιά στη διαδικασία να σκοτώσουν για να μη σκοτωθούν. Πραγματικά πιστεύω στην δημοκρατία και ότι όλα τα λουλούδια πρέπει να ανθίζουνε, αλλά όχι και τα αγκάθια. Πρέπει να ξεριζώνουμε τα αγκάθια για να αφήνουμε να ανθίσουν τα λουλούδια. Θεωρώ πως αυτό είναι ένα είδος παιδοφιλίας και πορνογραφίας. Είναι βιασμός της παιδικής ψυχής αντί να ωθείς το παιδί να γίνει άνθρωπος, να γίνει εξολοθρευτής.

Ασχολείστε με το θέατρο για παιδιά πολλά χρόνια. Με το ποιοτικό θέατρο. Τα σημερινά παιδιά, με όλα αυτά τα ερεθίσματα που έχουν, την ταχύτητα, την βία, πως αντιμετωπίζουν τις παραστάσεις σας;

420400_348819008562079_403153990_nΜε δίψα. Τα παιδιά, αλλά και οι μεγάλοι διψάνε για το ποιοτικό θέαμα. Κάθε άνθρωπος έχει μέσα του και το «καλό» και το «κακό». Εξαρτάται σε τι περιβάλλον θα βρεθούν και ποιος θα αναλάβει να του δείξει το ένα και το άλλο. Τα παιδιά έρχονται στο θέατρο και έχουν στο μυαλό τους το χαβαλέ. Αυτό όμως οφείλεται και σε μερικούς δασκάλους, ευτυχώς όχι στους περισσότερους, που βλέπουν την έξοδο για το θέατρο μια ευκαιρία να γλιτώσουν το μάθημα. Αρκετοί δάσκαλοι μένουν έξω για να πιουν τον καφέ τους. Αυτό είναι άσχημο. Κυρίως γιατί τα παιδιά ρωτάνε μετά την παράσταση. Από μια καλή θεατρική παράσταση τα παιδιά πρέπει να φεύγουν με απορίες, όταν δεν έχουν απορίες η παράσταση είναι κακή. Το υπουργείο θα έπρεπε να υπάρχει ένας τρόπος να υποχρεώνει δασκάλους και γονείς να είναι μαζί με τα παιδιά. Το θέατρο είναι ψυχική αγωγή του παιδιού και η θεατρική εμπειρία του παιδιού θα πρέπει να αξιοποιείται στην τάξη. Αυτός είναι και ο λόγος που τα σχολεία πάνε στο θέατρο και χρειάζεται να είναι η προέκταση του μαθήματος. Τα τελευταία χρόνια τόσο εγώ, η Ξένια Καλογεροπούλου και άλλοι, έχουμε καθιερώσει και δίνουμε στους δασκάλους τα ερεθίσματα  ώστε στο σχολείο να παίξουν θεατρικά παιχνίδια με τα παιδιά, να κάνουνε διάφορες δράσεις που έχουν σχέση με την παράσταση. Αυτό βοηθά πολύ τους δασκάλους, κάποιοι μάλιστα κάνουν και δικά τους και εξελίσσουν τις προτάσεις, αλλά κυρίως έχει μεγάλη απήχηση στα παιδιά. Έχω ένα τεράστιο αρχείο από ζωγραφιές, γράμματα παιδιών που μου λένε τι τους άρεσε και τι δεν τους άρεσε και τα παίρνω υπόψη μου. Μάλιστα έχει τύχει να αλλάξω πράγματα. Να σας πω ένα παράδειγμα πολύ χαρακτηριστικό. Πριν από πολλά χρόνια όταν ανεβάσαμε το Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, ακολουθώντας την μετάφραση του Ρώτα, κράτησα τη φράση «οι μάστοροι» για τους ανθρώπους που ετοιμάζουν μια θεατρική ερασιτεχνική παράσταση που θα παιζόταν στον γάμο του βασιλιά. Όταν μετά από καμία δεκαριά χρόνια ανεβάσαμε την ίδια παράσταση στην Αθήνα, με άλλο θίασο, υπάρχει μια σκηνή που μπαίνουν μέσα αυτοί οι μαστόροι, τα παιδιά έχουν ήδη ακούσει τη λέξη αυτή μερικές φορές, και η Τιτάνια κοιμάται και ακούω ένα παιδάκι να φωνάζει: πρόσεχε, πρόσεχε, έρχονται οι….οι τέτοιοι…οι Αλβανοί. Και συνειδητοποίησα εκείνη τη στιγμή πως στο μυαλό των παιδιών η έννοια μάστορας είχε ταυτιστεί με τον Αλβανό. Ήταν η φάση που όλες αυτές τις «παρακατιανές» δουλειές τις κάνανε οι Αλβανοί. Αυτό πώς να το προβλέψεις; Πρέπει λοιπόν να ακούμε και να παρακολουθούμε τις εξελίξεις και πως τις εισπράττουν τα παιδιά.

Με ποιον τρόπο μπορεί κανείς –γονιός ή εκπαιδευτικός- να διαλέξει μια καλή θεατρική παράσταση;

32344_1348978937029_6345338_nΚανονικά θα έπρεπε οι εκπαιδευτικοί να παρακολουθούν τις παραστάσεις πριν επιλέξουν να πάνε στα παιδιά. Στις πόλεις που υπάρχει μόνιμη σκηνή γίνεται αυτό. Και αυτό είναι το μέτρο. Αν κάτι δεν αρέσει στον μεγάλο δεν θα αρέσει και στο παιδί. Ο λόγος που αποφάσισα να ασχοληθώ ήταν η γέννηση της κόρης μου. Σκέφτηκα αυτό το παιδάκι, τι θέατρο θα βλέπει και κατ’ επέκταση και τα άλλα παιδάκια βέβαια. Και σκέφτηκα πως το παιδί από πολύ νωρίς θα πρέπει να έρχεται σε επαφή με τα έργα αυτά που όταν γράφτηκαν δεν υπήρχε ο διαχωρισμός παιδί και μεγάλος. Ο Σαίξπηρ ήξερε πως άνθρωποι όλων των ηλικιών και επιπέδων θα παρακολουθούσαν τα έργα του. Αυτά τα έργα, που επιβίωσαν μέσα στους αιώνες και που όταν γράφτηκαν ήταν καλά και για παιδιά και για μεγάλους, αυτά προσπαθώ να διασκευάζω τα τελευταία χρόνια. Να τα φέρνω πιο κοντά στα σημερινά παιδιά κάνοντάς τα πιο εύληπτα χωρίς να χάνουν όμως το βάθος τους, το περιεχόμενό τους, την ποιητική και καλλιτεχνική τους αξία. Δεν είναι εύκολο. Αλλά δεν μπορούμε να παραιτηθούμε επειδή είναι δύσκολο. Και είναι έγκλημα κατά τη γνώμη μου να πει κανείς, «έλα μωρέ, για παιδί είναι. Θα γράψουμε ένα εργάκι». Κάποτε ρώτησαν τον Στανισλάφσκι, πως πρέπει να παίζουν οι ηθοποιοί όταν παίζουν για παιδιά. Και απάντησε, όπως όταν παίζουν για μεγάλους, αλλά λίγο καλύτερα. Είναι ακριβώς έτσι. Και με τον Δημήτρη Λέκκα, ο οποίος γράφει τις μουσικές για τις παραστάσεις που κάνω για παιδιά και συνεργαζόμαστε χρόνια, κολλήσαμε για τον λόγο αυτό. Ο οποίος όταν γράφει για μεγάλους γράφει πιο απλοϊκά. Όταν όμως γράφει για παιδιά γράφει όσο πιο δύσκολα μπορεί, γιατί το παιδί δεν έχει μπει στη σύμβαση που μπαίνουν οι μεγάλοι και είναι έτοιμο να δεχτεί κάτι που εμείς οι μεγάλοι θα το θεωρούσαμε δύσκολο. Κι αυτό γιατί το παιδί δεν καταλαβαίνει με το μυαλό μόνο, καταλαβαίνει με όλο του το είναι και κυρίως με την ψυχή του. Το κάθε παιδί είναι ένας μικρός θεός. Κάθε φορά που παίζει, γκρεμίζει και χτίζει τον κόσμο απ’ την αρχή. Και όσο μπορούμε πρέπει να το αφήνουμε να ζει αυτή την ψευδαίσθηση. Όταν σπάει ένα βάζο, ναι, έσπασε το βάζο, συγχρόνως όμως μαθαίνει και το ρόλο της βαρύτητας.

Δεν ξέρω οι μαμάδες πόσο θα το εκτιμήσουν αυτό (γέλια). Έχετε έναν σπουδαίο συνεργάτη σε ένα σημαντικό κομμάτι, αυτό της μουσικής. Μια καλή ομάδα γενικά. Είναι μια ομαδική υπόθεση ή μπορεί ένα μόνο να σώσει την κατάσταση;

Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη. Ούτε στη ζωή, ούτε στο θέατρο. Είναι κατεξοχήν ομαδική δουλειά. Για να γίνει θέατρο τα απαραίτητα στοιχεία είναι τρία. Ο ηθοποιός, το κείμενο και ο θεατής. Αν λείπει ένα από τα τρία δεν υπάρχει θέατρο. Όλα τα υπόλοιπα, αν και δευτερεύοντα, παίζουν το ρόλο τους. Αν υπάρχει το σκηνικό, η μουσική, η χορογραφία, ο φωτισμός ακόμα καλύτερα, όμως το καθένα από αυτά δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητα. Θα είναι αποτυχία. Πρέπει να συνδέονται μεταξύ τους. Βλέπω συχνά παραστάσεις όπου τα πρώτα δέκα λεπτά κανείς δεν ακούει τι λένε οι ηθοποιοί. Το σκηνικό καπελώνει την παράσταση. Το παιδί έχει μια αστείρευτη φαντασία που θέλει να μην του την αιχμαλωτίζεις μέσα σε πολύ συγκεκριμένα πλαίσια. Χρειάζεται να βρίσκει κανείς τη χρυσή τομή και να μην εμποδίζει το παιδί να βάλει και τη δική του ψυχή σε αυτό που βλέπει. Να δείχνει τον δρόμο, αλλά να αφήνει και παράθυρα ανοιχτά.

Ποια είναι η διαδικασία μέσα από την οποία περνάει το θέατρο για να γίνει θέατρο για άλλο κοινό και το αποτέλεσμα να είναι άρτιο, χωρίς –άκια και χωρίς να χάσει ίχνος από την δύναμη του αρχικού κειμένου.

5821_10200122169089477_852063633_nΔεν ξέρω ακριβώς πως γίνεται αυτό για να είμαι ειλικρινής. Η αρχική ιδέα είναι πως όλα τα μεγάλα έργα, είναι παραμύθια. Ολόκληρη η παγκόσμια δραματουργία ξεκίνησε από τους αρχαίους μύθους της Ελλάδας, όπου οι τραγικοί μας τους διασκεύαζαν. Η ιστορία του θεάτρου, είναι η ιστορία των διασκευών. Ο αρχαίος Έλληνας όταν πήγαινε στο θέατρο, δεν είχε την αγωνία για το τι θα συμβεί, ήξερε το τέλος. Ήταν η μυθολογία με την οποία μεγάλωνε. Πήγαινε λοιπόν για να δει πως διαχειρίζονταν τη συγκεκριμένη ιστορία ο συγγραφέας. Αυτό το πήραν οι Λατίνοι και διασκεύασαν τις ιστορίες, μετά ο Σαίξπηρ πήρε τις ιστορίες των Λατίνων και τις διασκεύασε. Ο ένας είναι μέσα στον άλλον. Αυτό δεν είναι κακό. Ίσα ίσα είναι μια σκυταλοδρομία όπου μεγάλα παραμύθια φώτισαν την ιστορία της ανθρωπότητας. Όσο πιο σπουδαίο είναι ένα έργο τόσο πιο παραμύθι είναι. Έτσι ξεκίνησα από αυτά που ήξερα και αγαπούσα, «Το όνειρο καλοκαιρινής νύχτας», «Τον κύκλο με την κιμωλία» κλπ. Τώρα, πως αποφασίζεις τι θα αλλάξεις για να το κάνεις να αρέσει σήμερα πιο πολύ στα παιδιά ιδιαίτερα. Είναι η ίδια διαδικασία που γενικά κάνει ένας καλλιτέχνης είτε είναι ζωγράφος, ποιητής, χορευτής, οτιδήποτε. Μπαίνει στη θέση του άλλου. Πρέπει να βγει κανείς από τον εαυτό του και να κατανοήσει τον άλλον και να καταλάβει πως θα το εισπράξει αυτό ο άλλος. Αυτή είναι η διαδικασία που ακολουθώ και ίσως με διευκολύνει και το ότι είμαι ηθοποιός. Διαβάζω το έργο και σκέφτομαι, αν ήμουν παιδί – ίσως για τον λόγο αυτό να παραμένω παιδί γιατί μπαίνω σ’ αυτή τη διαδικασία- κι έβλεπα αυτό το έργο, τι δεν θα μου κόλλαγε, τι θα ήθελα λιγάκι κουνημένο. Για να μη μιλάω αφηρημένα, κλήθηκα στο Κρατικό να διασκευάσω τον Πήτερ Πάν. Το έργο είναι έτσι κι αλλιώς εξαιρετικό και πολλές φορές ανεβαίνει έτσι όπως είναι και στέκει μια χαρά. Εγώ ήθελα να το ανεβάσω για τα παιδιά του σήμερα, της Ελλάδας και της Θεσσαλονίκης. Τα παιδιά δεν ήθελα να λέγονται Μάικλ, Γουέντυ κλπ. Ήθελα να λέγονται Αγγελικούλα και να μένουν στην Τσιμισκή. Αυτό αυτόματα σε βάζει στη διαδικασία να αλλάξεις κι άλλα πράγματα. Γιατί θέλησαν να φύγουν τα παιδιά; Τότε; Σήμερα. Η μία σκέψη φέρνει την άλλη. Είναι αυτό που λένε και δεν το πίστευα. Δημιουργείς έναν ήρωα και από ένα σημείο και μετά φεύγει και πολλές φορές πάει σε μέρη πολύ πιο ωραία απ’ ότι έχεις εσύ ονειρευτεί να πας. Δηλαδή όλη η διαδικασία όχι μόνο του να διασκευάσεις ένα έργο, αλλά να είσαι καλλιτέχνης, είναι μια διαδικασία παιδιού. Κλέβουμε χρόνο από τη ζωή του ενήλικα και γινόμαστε παιδιά.

Μαιτρ των διασκευών, κύριε Καλατζόπουλε. Δικό σας έργο έχετε γράψει;

Έχω γράψει δυο τρία. Οι πρώτες απόπειρες ήταν με μικρά έργα, σχεδόν μονόπρακτα. Έχω γράψει το «Όνειρο ηλεκτρονικής νύχτας», το ταξίδι ενός παιδιού επηρεασμένο απ’ όσα βλέπει στην τηλεόραση και ξεκινάει ένα ταξίδι, μ’ έναν κούκλο που έχει πετάξει στο μπαούλο, όπου συμβαίνουν διάφορα, που μου αρέσει και θέλω να το ανεβάσω. Τώρα τελευταία έγραψα ένα έργο κατά παραγγελία του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βέροιας, ένα έργο βασισμένο στις τέσσερις εποχές του Βιβάλντι. Ήταν μια ιδέα του Οδυσσέα του Γονιάδη που ήταν τότε διευθυντής στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ και η αλήθεια είναι πως βασανίστηκα περίπου ένα χρόνο για να βρω τρόπο να κάνω αυτή την υπέροχη μουσική, θεατρικό έργο και έκανα «Το παραμύθι που δεν το έλεγε κανείς», όπου σε έναν κήπο είναι όλα τα παραμύθια και κάθε φορά που κάποιος ετοιμάζεται να πει κάποιο παραμύθι το φωνάζουν. Κι είναι κι ένα μικρό άγνωστο παραμυθάκι που δεν το έλεγε κανείς και αποφασίζει να πάει μόνο του να ειπωθεί. Στο ταξίδι αυτό το συνοδεύουν οι τέσσερις εποχές του χρόνου. Το διευκολύνουν, το δυσκολεύουν κλπ.

Παρακολουθείτε τι γίνετε σε σχέση με το σχολικό θέατρο;

19490_320989351345045_1899542_nΠολύ στενά. Έχω πολλούς φίλους εκπαιδευτικούς και μιλάω μαζί τους και συνεργάζομαι και νομίζω πως η κατάσταση έχει βελτιωθεί πολύ τελευταία χρόνια. Η στείρα αντιμετώπιση εξακολουθεί να υπάρχει βέβαια σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά παράλληλα μ’ αυτό, κάτι οι θεατρολόγοι που έχουν μπει στα σχολεία, κάτι οι δάσκαλοι που έχουν αντιληφθεί πως το θέατρο στο σχολείο είναι μάθημα, έχει βελτιώσει την κατάσταση. Ένα παρήγορο και ενθαρρυντικό που συναντώ είναι πως οι δάσκαλοι γράφουν και έργα. Δραματοποιούν, δημιουργούν πάνω στις ιδέες των παιδιών, διασκευάζουν, και στο κομμάτι αυτό απουσιάζει παντελώς η πολιτεία. Υπάρχουνε χώρες όπου το θέατρο έχει μπει κανονικά στο σχολείο, διδάσκονται τη γεωμετρία μέσα από το θέατρο, όπου μέσα από το βίωμα τα παιδιά μαθαίνουν έννοιες που εγώ ακόμα δεν έχω κατακτήσει. Και είναι σημαντικό που όλο  αυτό το κάνουν ομάδες. Ψυχολόγοι, εκπαιδευτικοί, ηθοποιοί, πληρώνονται για να δημιουργήσουν τέτοια έργα.

Το γεγονός πως τα παιδιά είναι ένα σημαντικό target group εμπορικά, τι συνέπειες έχει;

Ολέθριες. Το έθεσες πολύ σωστά, target group. Για να μιλήσουμε για το θέατρο, πρόκειται για μεγάλη κοροϊδία. Η μαμά μπορεί να μην πάει στο θέατρο αλλά το παιδί θα το πάει. Κι έτσι έχουν πληθύνει οι κερδοσκόποι που βλέπουν το παιδί σαν ευρώ. Ρίχνουν το κόστος πολύ και ταυτόχρονα το επίπεδο. Το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα δεν τους αφορά, ιλουστρασιόν αφίσα και τίτλοι που περιέχουν γνωστά και μη εξαιρετέα. Όμως όπως υπάρχει αγορανομία με τον ίδιο τρόπο πρέπει να υπάρχει ένας τρόπος να προστατευτούν τα παιδιά. Γιατί όταν είναι χαλασμένη η πνευματική τροφή, είναι πολύ χειρότερο και πολύ πιο επικίνδυνο.

Η κρίση μπαίνει μέσα σε όλα αυτά τα κείμενα;

Εγώ δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να λαϊκίσει. Ακριβώς επειδή αγαπάω τον λαό και είμαι κομμάτι του, μισώ τον λαϊκισμό. Δεν πρόκειται λοιπόν να βάλω στον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα την κρίση, ή μια αναφορά σε κάποιον πολιτικό. Έμμεσα όμως και χωρίς να το κάνω επίτηδες, πιστεύω πως κάποιες νύξεις γίνονται τέτοιες που και το παιδί μπορεί να τις εισπράξει χωρίς όμως να του γδάρουμε την ψυχή. Τα παιδιά έχουν ανάγκη από την μετάγγιση καθαρού αίματος. Το θέατρο άλλωστε είναι μια παραμυθία και σε περιόδους κρίσης πάει καλά. Δεν κάνω προπαγάνδα στο θέατρο όμως δεν μπορώ και να βγάλω την άποψή μου μέσα από τα έργα μου.

Παίρνουν λοιπόν κουράγιο από το θέατρο…

kalatzopoulos4Είναι πολύ συγκινητικό, που έρχονται στο τέλος και μας πιάνουν γιατί έχουν εισπράξει τη λύτρωση. Πριν λίγο καιρό ήρθε ένα κοριτσάκι, μικρό 5-6 χρονών, κι ενώ όλα τα παιδιά είναι χαρούμενα γιατί ο Πήτερ Πάν πέταξε κλπ, αυτό έκλαιγε. Τι έγινε, τη ρωτάω, δεν σου άρεσε το έργο; Όχι, απάντησε, συγκινήθηκα, γιατί έφυγαν όλοι και τον άφησαν μόνο του. Αυτό το παιδί πήρε κάτι παραπάνω από τα υπόλοιπα παιδιά. Κάποτε ένας παλιός ηθοποιός, Νάσος Κεδράκας λεγόταν, δεν ζει πια, μου είχε πει το εξής. «Είχε έρθει ένας κριτικός, παιδί ήμουν και τον ρώτησα, σήμερα παίζουμε γι’ αυτόν; Όχι Γιαννάκη, μου απάντησε, εγώ κάθε μέρα παίζω για τον άγνωστο θεατή.» Δηλαδή, τον ρώτησα και μου απάντησε το εξής, που μ’ έχει σφραγίσει: «Ποτέ δεν ξέρεις μέσα στο κοινό, ποιος θα είναι αυτός, πότε θα έρθει και αν θα έρθει που θα του αλλάξεις τη ζωή και δεν αποκλείεται να είναι ο Σαίξπηρ.

Οι νέοι ηθοποιοί έχουν την παιδεία να αντιμετωπίσουν το παιδικό θέατρο με τη σοβαρότητα που του αξίζει;

Όχι. Και γι’ αυτό δεν φταίνε τα ίδια τα παιδιά, οι ηθοποιοί δηλαδή. Το όνειρό τους είναι να παίξουν σε μια παράσταση του Βογιατζή, της Πατεράκη, του Μαρμαρινού κλπ. Κάποια στιγμή όμως του προκύπτει ένα παιδικό και το σνομπάρει. Και όταν έρχεται τελικά γιατί δεν υπάρχει δουλειά, το ευχάριστό για μένα είναι ότι φεύγουν αλλιώς, με άλλη διάθεση και άποψη γι’ αυτό. Και αυτό είναι το πιο σημαντικό: το ότι το βλέπουν σαν ένα σχολείο πια.

Πώς τελειώνουν τα παραμύθια; Πρέπει να έχουν πάντα καλό τέλος;

Όχι βέβαια! Μάλιστα κάποια παραμύθια δεν έχουν καλό τέλος. Ο Αριστοφάνης στα έργα του χρησιμοποιούσε συχνά το μέτρο που χρησιμοποιούσαν στις κηδείες. Αυτό γιατί ήθελε οι θεατές, να φεύγουν με μια μελαγχολία και να έχουν αίσθηση πως αυτό ήταν θέατρο, δεν είναι έτσι πάντα η ζωή. Η μάχη συνεχίζεται και δεν τελειώνει ποτέ. Από τότε προσπαθώ να αφήνω αυτή την αίσθηση στον μικρό θεατή.

Και τώρα που έκλεισε ο κύκλος του Κρατικού;

Νομίζω πως δεν μου παν τα κρατικά. Δεν μέμφομαι κανέναν και είχα μια καλή συνεργασία, αλλά νομίζω πως η δουλειά του ηθοποιού είναι δουλειά τσιγγάνου. Η φύση του ηθοποιού είναι να αλλάζει, να μεταμορφώνεται, να βλέπει άλλα πράγματα.

Τι θα λέγατε πως είστε κύριε Καλατζόπουλε;

Νομίζω πως είμαι ηθοποιός. Πρώτα απ’ όλα μ’ αρέσει να παίζω κι έπειτα όλα τα υπόλοιπα τα έκανα επειδή ήμουν αυτό. Σκηνοθέτησα επειδή ξεκίνησα από εκεί. Και σπούδασα πριν σκηνοθετήσω. Αυτό που κάνω στην πραγματικότητα είναι να είμαι ένας καλός οδοιπόρος. Προχωρώ στη ζωή, την παρατηρώ, την αφήνω να με αλλάζει και προσπαθώ λίγο, όσο μπορώ να την αλλάζω κι εγώ.

Το elniplex, ξεκίνησε από νηπιαγωγούς και απευθύνεται σε αυτούς αλλά και σε ένα ευρύτερο κοινό εκπαιδευτικών και μη. Σαν οδοιπόρος της ζωής που είστε πείτε μας μια μικρή συμβουλή.

Νομίζω πως είμαι κακός στις συμβουλές και δεν μου είναι εύκολο να δίνω συμβουλές σε νέους ανθρώπους. Θα σας πω αυτό που συμβουλεύω και τον εαυτό μου πολλές φορές: είναι καλός δάσκαλος αυτός που δεν παύει να είναι μαθητής. Όσο πιο έτοιμος και ανοιχτός είσαι για να μάθεις πράγματα τόσο πιο καλός δάσκαλος είσαι. Εσείς που ασχολείστε με τις ψυχές ανθρώπων που είναι εν εξελίξει, εν διαμορφώσει, σαν κόρη οφθαλμού να φυλάτε την δική σας την ψυχή να παραμένει έτσι, εύπλαστη. Μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο, όσο έτοιμοι είμαστε να αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας.

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!

Κι εγώ Μάρθα μου πολύ σ’ευχαριστώ.