Ήταν μαζεμένοι όλοι μια βραδιά και στο τζάκι έκαιγε η φωτιά μες τα μάτια τους φαινόταν καθαρά πως γι αυτούς τα χρόνια ήταν σκληρά.
Περήφανοι όλοι με γενναία καρδιά πολεμούσαν για τη λευτεριά.
Όλοι τους καπεταναίοι κι αρχηγοί ήταν κλέφτες και αρματολοί ποτέ τους δεν σκεφτόταν φόβος τι θα πει και το βόλι ας έπεφτε βροχή.
Περήφανοι όλοι με γενναία καρδιά πολεμούσαν για τη λευτεριά και τώρα μιλούσαν πάλι για τα παλιά καθισμένοι γύρω απ’ τη φωτιά.
Πάνω που μιλούσαν για παλικαριές κι είχαν δυναμώσει οι φωνές θυμήθηκαν τα αδέρφια τους που χάθηκαν πολεμώντας και πικράθηκαν.
Περήφανοι όλοι με γενναία καρδιά πολεμούσαν για τη λευτεριά
Γι αυτό πολεμήσανε και φτιάξαν παιδιά για να ζήσουν μες τη λευτεριά. Και βγήκαν λεβέντες με γενναία καρδιά σαν τους πατεράδες τους κι αυτά και πάνω σ΄ αυτή τη σκέψη ήσυχοι πια κοιμηθήκαν για παντοτινά.
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος, Ποίηση: Διονύσιος Σολωμός, Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης (από το Cd«Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι», 1977)
Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου με λογισμό και μ’ όνειρο, τι χάρη έχουν τα μάτια, τα μάτια τούτα να σε ιδούν μες το πανέρμο δάσος, που ξάφνου σου τριγύρισε τ’ αθάνατα ποδάρια.
Κοίτα, με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα των Βαϊώνε! Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα, ατάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλλη πώχει, που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη ‘ναι κρυμμένα.
Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου κι ευθύς εγώ του Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω; Δόξα ‘χ’ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος, Ποίηση: Διονύσιος Σολωμός Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης, Ηλίας Κλωναρίδης (από το Cd «Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι», 1977)
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει. Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει. Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει. «Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω ‘γώ στο χέρι; Οπού συ μου ‘γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος, Ποίηση: Διονύσιος Σολωμός Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης, Απαγγελία: Ειρήνη Παπά (από το Cd «Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι», 1977)
Αφηγηματικό μέρος
Η ωραιότης της φύσης που τους περιτριγυρίζει,αυξαίνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν την χαριτωμένη γη,και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν.Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι.Με χίλιες βρύσες χύνεται,με χίλιες γλώσσες κρένει.Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Τραγούδι
Έστησε ο έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη Κ’ η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκειά της ώρα Και μες τη σκιά,που φούντωνε και κλει δροσιές και μόσχους Ανάκουστος κηλαϊδησμός και λιποθυμισμένος Νερά καθάρια και γλυκά,νερά χαριτωμένα Χύνονται μες την άβυσσο τη μοσχοβολισμένη Και παίρνουνε το μόσχο της κι αφήνουν τη δροσιά τους Κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους Τρέχουν εδώ,τρέχουν εκεί και κάνουν σαν αηδόνια Εξ’ αναβρύζει κι η ζωή σ’ γη.σ’ουρανό ,σε κύμα Αλλά στης λίμνης το νερό,π’ανίκητο ‘ναι κι άσπρο Ακίνητ’ όπου κι αν ιδής,και κάτασπρ’ ως τον πάτο Με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’η πεταλούδα Πούχ’ ευωδίσει τσ’ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο Αλαφροΐσκιωτε καλέ,για πες απόψε τι ‘δες Νύχτα γιομάτη θαύματα,νύχτα σπαρμένη μάγια Χωρίς ποσώς γης,ουρανός και θάλασσα να πνένε Ουδ’όσο καν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι Γύρου σε κάτι ατάραχο,π’ασπρίζει μες τη λίμνη Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι Κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις, Ποίηση: Νίκος Γκάτσος,
Ερμηνεία: Μανώλης Μητσιάς (από το Cd«Αθανασία», 1976)
Στα κακοτράχαλα τα βουνά με το σουράβλι και το ζουρνά πάνω στην πέτρα την αγιασμένη χορεύουν τώρα τρεις αντρειωμένοι. Ο Νικηφόρος κι ο Διγενής κι ο γιος της Άννας της Κομνηνής.
Δική τους είναι μια φλούδα γης μα εσύ Χριστέ μου τους ευλογείς για να γλυτώσουν αυτή τη φλούδα απ’ το τσακάλι και την αρκούδα. Δες πώς χορεύει ο Νικηταράς κι αηδόνι γίνεται ο ταμπουράς.
Από την Ήπειρο στο Μοριά κι απ’ το σκοτάδι στη λευτεριά το πανηγύρι κρατάει χρόνια στα μαρμαρένια του χάρου αλώνια. Κριτής κι αφέντης είν’ ο Θεός και δραγουμάνος του ο λαός.
Μουσική: Χρήστος Λεοντής, Στίχοι: Διονύσιος Σολωμός Ερμηνεία: Νένα Βενετσάνου, Χορωδία φίλων μοντέρνας μουσικής,
Απαγγελία: Ουρανία Μπασλή (από το Cd «Καντάτα ελευθερίας», 1999)
Το χάραμα επήρα του ήλιου το δρόμο κρεμώντας τη λύρα τη δίκαιη στον ώμο κι απ όπου χαράζει ως όπου βυθά «Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι»
Παράμερα στέκει ο άντρας και κλαίει αργά το τουφέκι σηκώνει και λέει: «Σε τούτο το χέρι τι κάνεις εσύ; Ο εχθρός μου το ξέρει πως μου ‘σαι βαρύ» Της μάνας ώ λαύρα, τα τέκνα τριγύρου φθαρμένα και μαύρα σαν ίσκιους ονείρου λαλεί το πουλάκι στου πόνου τη γη και βρίσκει σπυράκι και μάνα φθονεί.
***
Το χάραμα (επήρα)
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος, Στίχοι: Διονύσιος Σολωμός Ερμηνεία: Ειρήνη Παππά, Χορωδία Πρέβεζας (από το Cd «Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι», 1977)
Το χάραμα επήρα του ήλιου το δρόμο, κρεμώντας τη λύρα τη δίκαιη στον ώμο κι απ’ όπου χαράζει έως όπου βυθά, τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.
Παράμερα στέκει ο άντρας και κλαίει αργά το τουφέκι σηκώνει και λέει: «Σε τούτο το χέρι τι κάνεις εσύ; Ο εχθρός μου το ξέρει πως μου είσαι βαρύ». Της μάνας ω λαύρα! Τα τέκνα τριγύρου φθαρμένα και μαύρα, σαν ίσκιους ονείρου. Λαλεί το πουλάκι στου πόνου τη γη και βρίσκει σπειράκι και μάνα φθονεί. Γρικούν να ταράζει του εχθρού τον αέρα μιαν άλλη, που μοιάζει τ’ αντίλαλου πέρα και ξάφνου πετιέται με τρόμου λαλιά πολλή ώρα γρικιέται κι ο κόσμος βροντά. Αμέριμνον όντας τ’ αράπη το στόμα σφυρίζει, περνώντας στου Μάρκου το χώμα. Διαβαίνει κι’ αγάλι ξαπλώνετ’ εκεί, που εβγήκ’ η μεγάλη του Μπάιρον ψυχή. Προβαίνει και κράζει τα έθνη σκιασμένα. Και ω πείνα και φρίκη! Δεν σκούζει σκυλί! Και η μέρα προβαίνει, τα νέφια συντρίβει. Να, η νύχτα που βγαίνει κι αστέρι δεν κρύβει.
Μουσική: Χρήστος Λεοντής, Στίχοι: Γιάννης Μακρυγιάννης Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης (από το Cd«Παραστάσεις», 1976) Άλλη ερμηνεία: Χρήστος Σίκκης, Χορωδία (από το Cd «Καντάτα ελευθερίας», 1999)
Ο ήλιος εβασίλεψε Έλληνά μου, βασίλεψε και το φεγγάρι εχάθη, κι ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά την Πούλια, τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν.
Γυρίζει ο ήλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κραίνει: «Εψές όπου βασίλεψα πίσου από μια ραχούλα, ακ’σα γυναίκεια κλάματα κι αντρών τα μοιριολόγια, γι’ αυτά τα ‘ρωικά κορμιά στον κάμπο ξαπλωμένα και μες στο αίμα το πολύ είν’ όλα βουτημένα. Για την Πατρίδα πήγανε στον Άδη τα καημένα».
Ένα παλληκάρι είκοσι χρονώ τ’ άρματα του δώσαν’ για τον πόλεμο. Πόλεμο δεν βρήκε πίσω γύρισε στα μισά του δρόμου νεροδίψασε. Έσκυψε να πιει νερό στο Γκιουλ Μπαξέ κι εκεί μία σφαίρα τόνε λάβωσε.
Σύρε πες στην μάνα μ’ την μπαμπόγρια και στην αδερφή μου την καλόγρια Θέλει ας βάλει μαύρα θέλει ας παντρευτεί μένα με σκοτώσανε στο Γιουλ Μπαξέ.
Μουσική: Χρήστος Λεοντής, Στίχοι: Ρήγας Φερραίος Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης (από το Cd «Παραστάσεις», 1976)
Ως πότε παλικάρια, θα ζούμε στα στενά, μονάχοι σα λιοντάρια, στες ράχες στα βουνά; Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά, να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμο, για την πικρή σκλαβιά; Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.
Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς, τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς; Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.
Μουσική: Σταύρος Κουγιουμτζής, Στίχοι: Σώτια Τσώτου, Ερμηνεία: Γιώργος Νταλάρας (από το Cd «Να ‘τανε το 21»)
Μου ξανάρχονται ένα-ένα χρόνια δοξασμένα να ‘τανε το 21 να ‘ρθει μια στιγμή Να περνάω καβαλάρης στο πλατύ τ’ αλώνι και με τον Κολοκοτρώνη να ‘πινα κρασί Να πολεμάω τις μέρες στα κάστρα και το σπαθί μου να πιάνει φωτιά και να κρατάω τις νύχτες με τ’ άστρα μια ομορφούλα αγκαλιά.
Μου ξανάρχονται ένα-ένα χρόνια δοξασμένα να ‘τανε το 21 να ‘ρθει μια βραδιά.
Πρώτος το χορό να σέρνω στου Μοριά τις στράτες και ξοπίσω μου Μανιάτες και οι Ψαριανοί Κι όταν λαβωμένος γέρνω κάτω απ’ τους μπαξέδες να με ραίνουν μενεξέδες χέρια κι ουρανοί Να πολεμάω τις μέρες στα κάστρα και το σπαθί μου να πιάνει φωτιά και να κρατάω τις νύχτες με τ’ άστρα μια ομορφούλα αγκαλιά.
Μου ξανάρχονται ένα-ένα χρόνια δοξασμένα να ‘τανε το 21 να ‘ρθει μια βραδιά.
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος, Στίχοι: Διονύσιος Σολωμός, Ερμηνεία: Λάκης Χαλκιάς (από το Cd«Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι»)
Πάλι μου ξίπασε τ’ αυτί γλυκιάς φωνής αγέρας. Κι έπλασε τ’ άστρο της νυχτός και τ’ άστρο της ημέρας. Του πόνου εστρέψαν οι πηγές από το σωθικό μου, έστρωσ’ ο νους κι ανέβηκα πάλι στον εαυτό μου.
Ήταν με σένα τρεις χαρές στην πίκρα φυτρωμένες, όμως για μένα στη χαρά τρεις πίκρες ριζωμένες. Χιλιάδες ήχοι αμέτρητοι, πολύ βαθιά στη χτίση η Ανατολή τ’ αρχίναγε κι ετέλειωνέ το η Δύση.
Έστρωσ’, εδέχθ’ η θάλασσα άντρες ριψοκινδύνους κι εδέχθηκε στα βάθη της τον ουρανό κι εκείνους. Κι όπου η βουλή τους συφορά κι όπου το πόδι χάρος. Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος.
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος, Στίχοι: Ιάκωβος Καμπανέλλης Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης (από το Cd «Το μεγάλο μας τσίρκο», 1974)
Φίλοι κι αδέλφια, μανάδες, γέροι και παιδιά στα παραθύρια βγείτε και θωρείτε ποιοι περπατούν στα σκοτεινά και σεργιανούνε στα στενά φίλοι κι αδέλφια, μανάδες, γέροι και παιδιά.
Γράφουν σημάδια, μηνύματα στο βασιλιά σα δε φωνάξεις έβγα να το γράψεις να μην σ’ ακούσουν τα σκυλιά βγάλε φωνή χωρίς μιλιά σημάδια και μηνύματα στο βασιλιά.
Ήταν στρατιώτες, καπεταναίοι και λαϊκοί, όρκο σταυρώσαν πάνω στο σπαθί τους η λευτεριά να μην χαθεί, όρκο σταυρώσαν στο σπαθί καπεταναίοι, στρατιώτες, λαϊκοί.
Κι όπου φοβάται φωνή ν’ ακούει απ’ το λαό σ’ έρημο τόπο ζει και βασιλεύει, κάστρο φυλάει ερημικό, έχει το φόβο φυλαχτό όπου φωνή φοβάται ν’ ακούει απ’ το λαό.
Γη παιδεμένη με σίδερο και με φωτιά, για κοίτα ποιον σου φέρανε καημένη να σ’ αφεντεύει από ψηλά, τα κρίματά σου είναι πολλά, γη που το σίδερο παιδέψαν κι η φωτιά.
Καίει το φυτίλι, ξεθηκαρώνουν τα σπαθιά, κάνουν βουλή συντακτική και γράφουν το θέλημά τους στα χαρτιά κι η κοσμοθάλασσα πλατιά, κάνουν βουλή, ξεθηκαρώνουν τα σπαθιά.
Τρεις του Σεπτέμβρη μανάδες, γέροι και παιδιά στα παραθύρια βγείτε και θωρείτε τι φέρνουνε στον βασιλιά, βαθιά γραμμένο στα χαρτιά τρεις του Σεπτέμβρη μανάδες, γέροι και παιδιά
Τρεις του Σεπτέμβρη μανάδες, γέροι και παιδιά στα παραθύρια βγείτε και θωρείτε ποιοι περπατούν στα σκοτεινά και σεργιανούνε στα στενά, τρεις του Σεπτέμβρη μάνες, γέροι και παιδιά.
Μάνα μου, τα- μάνα μου, τα κλεφτόπουλα Τρώνε και τραγουδάνε, άιντε, πίνουν και γλεντάνε Μα ένα μικρό, μα ένα μικρό κλεφτόπουλο Δεν τρώει, δεν τραγουδάει βάι δεν πίνει, δεν γλεντάει Μόν’ τ’ άρματα, μον’ τ’ άρματα του κοίταζε Του ντουφεκιού του λέει «γεια σου, Κίτσο μου λεβέντη. Πόσες φορές, πολλές φορές με γλίτωσες απ’ των εχθρών τα χέρια κι απ’ των Τούρκων τα μαχαίρια. Και τώρα με, και τώρα παράτησες σαν καλαμιά στον κάμπο, βάι δε ξέρω τι να κάνω.
Μαύρη μωρέ μαύρη ειν’ η ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες, εμείς οι μαύροι κλέφτες. Όλη μωρέ, όλη μερούλα πόλεμο όλη μερούλα πόλεμο το βράδυ καραούλι. Με φό- μωρέ με φόβο τρώμε το ψωμί με φόβο τρώμε το ψωμί, με φόβο περπατάμε. Ποτέ μωρέ, ποτέ μας δεν αλλάζουμε ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε.
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος, Στίχοι: Διονύσιος Σολωμός,
Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης, Αφήγηση: Ειρήνη Παππά (από το Cd«Ελευθεροι Πολιορκημενοι», 1977)
Αφήγηση
Ένας των Ελλήνων πολεμάρχων σαλπίζει κράζοντας τους άλλους εις συμβούλιο και η σβησμένη κλαγγή,όπου βγαίνει μέσ’από το αδυνατισμένο στήθος του,φθάνοντας εις το εχθρικό στρατόπεδο παρακινεί έναν Αράπη να κάμη ότι περιγράφουν οι στίχοι 4 εώς 12.
«Σάλπιγγα, κοψ’ του τα μάγια με βία Γυναικός, γέροντος, παιδιού μη κόψουν την αντρεία». Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολειέται κι η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται
Τ’ αράθυμο, το δυνατό, κι όλο ψυχές γιομάτο Βαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα τον όμορφο τρικύμισε και ξάστερον αέρα. Τέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν’ άστρο Τρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο.
Όλη η δόξα, όλη η χάρη άγια μέρα ξημερώνει και τη μνήμη σου το έθνος χαιρετά γονατιστό. Και τα στήθη όλο φλόγα με τον ήλιο σου πληρώνεις, που χρυσός με περηφάνια περπατεί στον ουρανό.
Στην Αγία Λαύρα πρώτα τις χρυσές ακτίνες χύνει που λεβέντες πρωτανάψαν του πολέμου τη φωτιά. Ομορφιά και δόξα χύνει όπου γης αιματωμένη απ᾿ το τιμημένο αίμα των παιδιών της κλεφτουριάς.
Τ άγιο χώμα χαιρετάει και περήφανα διαβαίνει απὸ τα Ψαρά στο Σούλι και στο Χάνι της Γραβιάς. Απ’ τη Ρούμελη κι εκείθε απ’ την Κλείσοβα περνάει και στο Μεσολόγγι μέσα χύνει το χρυσό του φως.
Την αιματωμένη γη του χαιρετάει κι ευλογάει, όπου τόσοι σε μια νύχτα έπεσαν ηρωικώς.
Ένα τραγούδι θα σας πω για τον λεβέντη, τον ασπρομάλλη μου το γέρο τον Μοριά και βάλτε αδέρφια μου για να στηθεί το γλέντι Τριπολιτσιώτικο κρασί και ψησταριά.
Στήσε χορό ξενητεμένε Μοραΐτη, απόψε ας παίξουνε λαγούτα και βιολιά και πες πως γύρισες στο πατρικό σου σπίτι και πως σε πήρανε οι γέροι σου αγκαλιά.
Γειά και χαρά σας Μοραΐτες αδερφοί και σεις κοπέλες γειά σας, τη λευτεριά η Ελλάδα μας χρωστάει στη λεβεντιά σας.
Τώρα που αίμα αδερφικό το χώμα ιδρώνει κι η Ελλάδα πνίγει την Ελλάδα στα βουνά, έβγα απ’ τον τάφο Θοδωρή Κολοκοτρώνη κι αδέρφια κάνε όλους τους Έλληνες ξανά.
Τα όμορφα χρόνια τα παλιά να ξαναζήσουν και στου Ταΰγετου την πιο ψηλή κορφή, των πρόγονών μας οι σκιές χορό να στήσουν και να τους λέει τ’ αγέρι ετούτη τη στροφή.
Γειά και χαρά σας Μοραΐτες αδερφοί και σεις κοπέλες γειά σας, τη λευτεριά η Ελλάδα μας χρωστάει στη λεβεντιά σας.
Γειά και χαρά σας Μοραΐτες αδερφοί, που η μάνα αν δεν σας γέννα, ούτ’ ʼγια Λαύρα θα ‘χαμε, ουτέ Εικοσιένα.
Μουσική: Νίκος Μαμαγκάκης, Στίχοι: Δημήτρης Ιατρόπουλος, Ερμηνεία: Λάκης Παππάς (από το Cd«Οι αγωνιστές της λευτεριάς»)
Σαν πέθανε ο Θοδωρής Κολοκοτρώνης ήρθεν ο Ρήγας ο Φεραίος ο Βελεστινλής, ο Ανδρούτσος, ο Μιαούλης κι ο Γαζής Ο Πλαπούτας, ο Κανάρης κι ο Αδαμάντιος ο Κοραής. Σαν πέθανε ο Θοδωρής Κολοκοτρώνης ήρθεν ο Διάκος κι ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης Ο Μακρυγιάννης κι ο Παπαφλέσσας Ο Γκούρας κι ο Υψηλάντης και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Και κινήσαν μοιρολόι αντρειωμένο σιγανάψαν τα καντήλια στη γωνιά, τα παράθυρα ασφαλίσαν κόντρα στον καραβοριά κι αργοσύραν του θανάτου το χορό.
Σαν πέθανε ο Θοδωρής Κολοκοτρώνης ήρθαν όλοι οι Μποτσαραίοι κι ο Τζαβέλλας τα βουνά και τα ποτάμια όλα τα κορίτσια κι όλα τα πουλιά. Σαν πέθανε ο Θοδωρής Κολοκοτρώνης
Μουσική: Νίκος Μαμαγκάκης, Στίχοι: Δημήτρης Ιατρόπουλος, Ερμηνεία: Μαρία Δουράκη (από το Cd «Οι αγωνιστές της λευτεριάς»)
Χρυσαητέ καμαρωτέ στα αίματα λουσμένε Αντρούτσε μου αδερφωτέ και αδερφοσκοτωμένε παίξε του ονείρου το σπαθί μες της Γραβιάς το χάνι κι η άγια μέρα που θα ‘ρθει όπου και να ‘ναι φτάνει.
Στήσε γιορτή, στήσε χορό, στου χάρου το λιβάδι ψηλά το ποντομάχαιρο ν’ αστράψει το σκοτάδι.
Νυχτοπούλι της Αθήνας, σταυραητέ της Σαμαρίνας και της ερημιάς της Αράχωβας αηδόνι Αλεξανδρειανό παγώνι μαύρο πετροχελιδόνι της Μονεμβασιάς. Αντρούτσε ακρίτα μου ακριβέ, αητέ μαλαματένιε
Εγέρασα μωρές παιδιά, πενήντα χρόνια κλέφτης, τον ύπνο δεν εχόρτασα και τώρα αποσταμένος θέλω να πάω να κοιμηθώ, εστέρεψε η καρδιά μου. Βρύση το αίμα το ‘χυσα σταλαματιά δε μένει.
Ποιος ξέρει από το μνήμα μου τι δέντρο θα φυτρώσει. Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ίσκιο του από κάτω, θα ‘ρχονται τα κλεφτόπουλα τ’ άρματα να κρεμάνε, να πλένουν τις λαβωματιές το Δήμο να σχωρνάνε. Ο γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.